- δέμω
- δέμω (AM)1. χτίζω, οικοδομώ2. κατασκευάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δέμω ανάγεται σε ΙΕ *dem- «χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω» (πρβλ. γοτθ. ga-timan, αρχ. άνω γερμ. zeman, νεογερμ. geziemen «αρμόζω, ταιριάζω», που γεννούν όμως αμφιβολίες λόγω τής σημασιολογικής τους αποκλίσεως). Η ρ. *dem- προέρχεται πιθ. από αρχική δισύλλαβη ρίζα τής οποίας η βαθμίδα *dem∂- σώζεται στον τ. δέμας* τής Ελληνικής. Η ρίζα τού δέμω στην Ελληνική εμφανίζεται σε όλες τις μεταπτωτικές βαθμίδες της. Η απαθής βαθμίδα απαντά στα δέ-μω, δε (μ) –σ-πότης > δεσπότης*η ετεροιωμένη στο δόμος* (< *dom-) με τη σημ. «σειρά λίθων που τοποθετούνται οριζοντίως, στρώση» (Ηρόδ.)η συνεσταλμένη στο δά-πεδον* (< *dm-)η εκτεταμένη-ετεροιωμένη στο δώμ-α* και η μηδενισμένη στα νεό-δμ-ητος, μεσό-δμ-η (< *dm-). To ρ. δέμω είναι σπάνιο στον ενεστώτα και παρατατικό και δεν απαντά καθόλου στον μέλλοντα. Μαρτυρείται στον Όμηρο αλλά όχι και στον αττικό πεζό λόγο].
Dictionary of Greek. 2013.